- γίγας,-αντος
- ὁ N 3 8-11-11-4-7=41 Gn 6,4(bis); 10,8.9(bis)giant, mighty one (mostly pl.)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
γιγαντολέτωρ — γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α) ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας( αντος) + ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (… … Dictionary of Greek
гигантъ — ГИГАНТ|Ъ (16), А с. ὁ γίγας, αντος Человек из племени гигантов в библейских сказаниях и античной мифологии; великан, исполин: Потомъ бы(с) нѣкыи гигантъ, рекомыи полникъ, имѩ ѥмѹ Невродъ (τις γίγας) ГА XIII–XIV, 19г; се порази Сефа Рафавова внѹка … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Gigante — (Del lat. gigas, antis < gr. gigas, antos.) ► sustantivo 1 Persona que excede en su estatura a las demás. 2 MITOLOGÍA Personaje fabuloso de gran estatura y tamaño, que aparece en los cuentos infantiles, en fábulas y leyendas. SINÓNIMO cíclope… … Enciclopedia Universal
γιγανταιώρημα — το γυμναστικό άθλημα που εκτελείται σε μονόζυγο με περιστροφές τού σώματος γύρω από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίγας ( αντος) + αιώρημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Θ. Παγώνα] … Dictionary of Greek
γιγαντομαχώ — μάχομαι σαν γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίγας ( αντος) + μαχώ < μαχος < μάχομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστείδη Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
gigante — (Del lat. gigas, antis, y este del gr. γίγας, αντος). 1. adj. gigantesco. 2. Mucho mayor que lo considerado como normal. Pensamiento, esfuerzo gigante. [m6]Tamaño gigante. 3. m. Ser fabuloso de enorme estatura, que aparece en cuentos y fábulas… … Diccionario de la lengua española
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
πάλλας — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 … Dictionary of Greek